συμβασιλέας

συμβασιλέας
ο
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον: Το μεταρρυθμιστικό έργο του Άγη σκόνταψε στην αντίδραση του συμβασιλέα του Λεωνίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • παραβασιλεύς — έως, ό, Α ο παρά τον βασιλέα βασιλέας, συμβασιλέας, καίσαρας …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • Βαλέντιος — (Valens, Σλαβονία 328 – 378 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (364 378). Ανέβηκε στον θρόνο με τον αδελφό του Βαλεντινιανό Α’, ως συμβασιλέας των ανατολικών περιοχών. Λιγότερο ικανός από τον αδελφό του, πολέμησε εναντίον των Περσών και των Βησιγότθων,… …   Dictionary of Greek

  • Βικτορίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εκκλησιαστικός συγγραφέας (; – 304; μ.Χ.). Διετέλεσε επίσκοπος στο Πετάβιο της Πανονίας, χώρας της αρχαίας κεντρικής Ευρώπης. Από κείμενα συγχρόνων του γνωρίζουμε ότι έγραψε σχόλια στη Βίβλο. Είναι από τους πρώτους… …   Dictionary of Greek

  • Γέτας, Πόπλιος Σεπτίμιος — (Publius Septimius Geta, 189 – 212 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (209 212), συμβασιλέας του πατέρα του Σεπτίμιου Σεβήρου και έπειτα του αδελφού του Καρακάλλα, από τον οποίο και δολοφονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • Λεωνίδας — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Λ. Α’ (; – 480 π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (488 480 π.Χ.). Ανήκε στο γένος των Αγιαδών. Ήταν γιος του Aναξανδρίδη και ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη Α’, τον οποίο και διαδέχθηκε. Μάλιστα, παντρεύτηκε την… …   Dictionary of Greek

  • Σταυράκιος — I Βυζαντινός αυτοκράτορας (811), γιος του Νικηφόρου A’ (803 812) και συμβασιλέας εκείνου (804 811). Ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο στις 25 Ιουλίου 811, μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον Κρούμο. Η βασιλεία του ήταν πολύ σύντομη, γιατί τρεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”